Translation meaning & definition of the word "loan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δανείζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loan
[Δάνειο]/loʊn/
noun
1. The temporary provision of money (usually at interest)
- synonym:
- loan
1. Η προσωρινή παροχή χρημάτων (συνήθως στο ενδιαφέρον)
- συνώνυμο:
- δάνειο
2. A word borrowed from another language
- E.g. `blitz' is a german word borrowed into modern english
- synonym:
- loanword ,
- loan
2. Μια λέξη δανεισμένη από μια άλλη γλώσσα
- Π.χ. `μπλιτζ' είναι μια γερμανική λέξη δανεισμένη στα σύγχρονα αγγλικά
- συνώνυμο:
- λέξη δανείου ,
- δάνειο
verb
1. Give temporarily
- Let have for a limited time
- "I will lend you my car"
- "Loan me some money"
- synonym:
- lend ,
- loan
1. Δώστε προσωρινά
- Ας το έχουμε για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- "Θα σου δανείσω το αυτοκίνητό μου"
- "Δανείστε μου κάποια χρήματα"
- συνώνυμο:
- δανείζω ,
- δάνειο
Examples of using
I'll loan you my dictionary.
Θα σου δανείσω το λεξικό μου.
If you could loan me some money, I'd be grateful.
Αν μπορούσατε να μου δανείσετε κάποια χρήματα, θα ήμουν ευγνώμων.
The bank refused to grant me the loan.
Η τράπεζα αρνήθηκε να μου χορηγήσει το δάνειο.