Translation meaning & definition of the word "living" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Living
[Ζωντανός]/lɪvɪŋ/
noun
1. The experience of being alive
- The course of human events and activities
- "He could no longer cope with the complexities of life"
- synonym:
- life ,
- living
1. Η εμπειρία του να είσαι ζωντανός
- Η πορεία των ανθρώπινων γεγονότων και δραστηριοτήτων
- "Δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει τις πολυπλοκότητες της ζωής"
- συνώνυμο:
- ζωή ,
- ζωντανός
2. People who are still living
- "Save your pity for the living"
- synonym:
- living
2. Ανθρώπους που ζουν ακόμα
- "Στείλτε τον οίκτο σας για τους ζωντανούς"
- συνώνυμο:
- ζωντανός
3. The condition of living or the state of being alive
- "While there's life there's hope"
- "Life depends on many chemical and physical processes"
- synonym:
- animation ,
- life ,
- living ,
- aliveness
3. Η κατάσταση της ζωής ή η κατάσταση του να είσαι ζωντανός
- "Ενώ υπάρχει ζωή υπάρχει ελπίδα"
- "Η ζωή εξαρτάται από πολλές χημικές και φυσικές διεργασίες"
- συνώνυμο:
- κινούμενα σχέδια ,
- ζωή ,
- ζωντανός ,
- ευρύτητα
4. The financial means whereby one lives
- "Each child was expected to pay for their keep"
- "He applied to the state for support"
- "He could no longer earn his own livelihood"
- synonym:
- support ,
- keep ,
- livelihood ,
- living ,
- bread and butter ,
- sustenance
4. Οικονομικά σημαίνει ότι ζει κανείς
- "Κάθε παιδί αναμενόταν να πληρώσει για τη διατήρησή του"
- "Υπέβαλε αίτηση στο κράτος για υποστήριξη"
- "Δεν μπορούσε πλέον να κερδίσει τα δικά του μέσα βιοπορισμού"
- συνώνυμο:
- υποστήριξη ,
- διατηρώ ,
- βιοπορισμό ,
- ζωντανός ,
- ψωμί και βούτυρο ,
- τροφή
adjective
1. Pertaining to living persons
- "Within living memory"
- synonym:
- living
1. Αφορά τους ζωντανούς ανθρώπους
- "Εντός της ζωντανής μνήμης"
- συνώνυμο:
- ζωντανός
2. True to life
- Lifelike
- "The living image of her mother"
- synonym:
- living
2. Αληθινός στη ζωή
- Αληθοφανήσ
- "Η ζωντανή εικόνα της μητέρας της"
- συνώνυμο:
- ζωντανός
3. (informal) absolute
- "She is a living doll"
- "Scared the living daylights out of them"
- "Beat the living hell out of him"
- synonym:
- living
3. (ινοφορμαλ) απόλυτο
- "Είναι μια ζωντανή κούκλα"
- "Τρόμαξα τα φώτα της ζωής από αυτά"
- "Βγάλε τη ζωντανή κόλαση από αυτόν"
- συνώνυμο:
- ζωντανός
4. Still in existence
- "The wollemi pine found in australia is a surviving specimen of a conifer thought to have been long extinct and therefore known as a living fossil"
- "The only surviving frontier blockhouse in pennsylvania"
- synonym:
- surviving ,
- living
4. Ακόμα υπάρχει
- "Το πεύκο που βρέθηκε στην αυστραλία είναι ένα σωζόμενο δείγμα ενός κωνοφόρου που θεωρείται ότι έχει εξαφανιστεί από καιρό"
- "Το μόνο επιζών αποκλειστικό συνοριακό στην πενσυλβάνια"
- συνώνυμο:
- επιβίωση ,
- ζωντανός
5. Still in active use
- "A living language"
- synonym:
- living
5. Ακόμα σε ενεργή χρήση
- "Μια ζωντανή γλώσσα"
- συνώνυμο:
- ζωντανός
6. (used of minerals or stone) in its natural state and place
- Not mined or quarried
- "Carved into the living stone"
- synonym:
- living(a)
6. (χρησιμοποιείται από ορυκτά ή πέτρα) στη φυσική του κατάσταση και τον τόπο του
- Δεν εξορύσσεται ή λατομεύεται
- "Χαραγμένο στη ζωντανή πέτρα"
- συνώνυμο:
- βιν(Α)
Examples of using
They have a round table in the living room.
Έχουν ένα στρογγυλό τραπέζι στο σαλόνι.
Tom and Mary finished their meal and then went into the living room to watch TV.
Ο Τομ και η Μαίρη τελείωσαν το γεύμα τους και μετά πήγαν στο σαλόνι για να δουν τηλεόραση.
I'm a living proof to that death is possible to win.
Είμαι μια ζωντανή απόδειξη ότι ο θάνατος είναι δυνατόν να κερδίσει.