Translation meaning & definition of the word "livelihood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωντάνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Livelihood
[Ζωντάνια]/laɪvlihʊd/
noun
1. The financial means whereby one lives
- "Each child was expected to pay for their keep"
- "He applied to the state for support"
- "He could no longer earn his own livelihood"
- synonym:
- support ,
- keep ,
- livelihood ,
- living ,
- bread and butter ,
- sustenance
1. Οικονομικά σημαίνει ότι ζει κανείς
- "Κάθε παιδί αναμενόταν να πληρώσει για τη διατήρησή του"
- "Υπέβαλε αίτηση στο κράτος για υποστήριξη"
- "Δεν μπορούσε πλέον να κερδίσει τα δικά του μέσα βιοπορισμού"
- συνώνυμο:
- υποστήριξη ,
- διατηρώ ,
- βιοπορισμό ,
- ζωντανός ,
- ψωμί και βούτυρο ,
- τροφή