Translation meaning & definition of the word "little" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μικρή" στην ελληνική γλώσσα
Little
[Λίγο]noun
1. A small amount or duration
- "He accepted the little they gave him"
- synonym:
- little
1. Μικρή ποσότητα ή διάρκεια
- "Αποδέχτηκε το λίγο που του έδωσαν"
- συνώνυμο:
- λίγο
adjective
1. Limited or below average in number or quantity or magnitude or extent
- "A little dining room"
- "A little house"
- "A small car"
- "A little (or small) group"
- synonym:
- small ,
- little
1. Περιορισμένος ή κάτω από το μέσο όρο σε αριθμό ή ποσότητα ή μέγεθος ή έκταση
- "Λίγη τραπεζαρία"
- "Ένα μικρό σπίτι"
- "Ένα μικρό αυτοκίνητο"
- "Μια μικρή ομάδα (ορ-)"
- συνώνυμο:
- μικρός ,
- λίγο
2. (quantifier used with mass nouns) small in quantity or degree
- Not much or almost none or (with `a') at least some
- "Little rain fell in may"
- "Gave it little thought"
- "Little time is left"
- "We still have little money"
- "A little hope remained"
- "There's slight chance that it will work"
- "There's a slight chance it will work"
- synonym:
- little(a) ,
- slight
2. (αντικαταθλιπτικό που χρησιμοποιείται με μάζα νουνσι) μικρό σε ποσότητα ή βαθμό
- Όχι πολύ ή σχεδόν κανένα ή (με `α) τουλάχιστον μερικά
- "Μικρή βροχή έπεσε τον μάιο"
- "Του έκανα λίγη σκέψη"
- "Απομένει λίγος χρόνος"
- "Έχουμε ακόμα λίγα χρήματα"
- "Λίγη ελπίδα έμεινε"
- "Υπάρχει μικρή πιθανότητα να λειτουργήσει"
- "Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να λειτουργήσει"
- συνώνυμο:
- λιγ(α) ,
- ελαφρύς
3. (of children and animals) young, immature
- "What a big little boy you are"
- "Small children"
- synonym:
- little ,
- small
3. ( των παιδιών και των ζώων) νέος, ανώριμος
- "Τι μεγάλο αγόρι είσαι"
- "Μικρά παιδιά"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- μικρός
4. (informal) small and of little importance
- "A fiddling sum of money"
- "A footling gesture"
- "Our worries are lilliputian compared with those of countries that are at war"
- "A little (or small) matter"
- "A dispute over niggling details"
- "Limited to petty enterprises"
- "Piffling efforts"
- "Giving a police officer a free meal may be against the law, but it seems to be a picayune infraction"
- synonym:
- fiddling ,
- footling ,
- lilliputian ,
- little ,
- niggling ,
- piddling ,
- piffling ,
- petty ,
- picayune ,
- trivial
4. (ινφορμαλ) μικρό και ελάχιστης σημασίας
- "Ένα ποσό λεφτών"
- "Μια χειρονομία παραβίασης"
- "Οι ανησυχίες μας είναι λιλιπούτειες σε σύγκριση με εκείνες των χωρών που βρίσκονται σε πόλεμο"
- "Λίγο ( ή μικρό) θέμα"
- "Μια διαφωνία για τις λεπτομέρειες"
- "Περιορισμένος στις μικρές επιχειρήσεις"
- "Μυστικές προσπάθειες"
- "Η παροχή δωρεάν γεύματος σε έναν αστυνομικό μπορεί να είναι ενάντια στο νόμο, αλλά φαίνεται να είναι μια πικαιονική παράβαση"
- συνώνυμο:
- παραπλανώ ,
- πεζοπορία ,
- λιλιπούτειος ,
- λίγο ,
- αναβλύζω ,
- παιδάκι ,
- πιφτέκι ,
- ασήμαντοσ ,
- πικαγιούν
5. (of a voice) faint
- "A little voice"
- "A still small voice"
- synonym:
- little ,
- small
5. ( μιας φωνής) λιποθυμία
- "Μια μικρή φωνή"
- "Μια μικρή φωνή"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- μικρός
6. Low in stature
- Not tall
- "He was short and stocky"
- "Short in stature"
- "A short smokestack"
- "A little man"
- synonym:
- short ,
- little
6. Χαμηλό σε ανάστημα
- Όχι ψηλός
- "Ήταν κοντός και απόκρημνος"
- "Βραχυκύκλωμα"
- "Ένα μικρό καπνιστό"
- "Ένας μικρός άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- σύντομος ,
- λίγο
7. Lowercase
- "Little a"
- "Small a"
- "E.e.cummings's poetry is written all in minuscule letters"
- synonym:
- little ,
- minuscule ,
- small
7. Πεζά
- "Μικρό α"
- "Μικρό ένα"
- "Η ποίηση των καλοφαγάδων είναι γραμμένη με μικροσκοπικά γράμματα"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- ελάχιστοσ ,
- μικρός
8. Small in a way that arouses feelings (of tenderness or its opposite depending on the context)
- "A nice little job"
- "Bless your little heart"
- "My dear little mother"
- "A sweet little deal"
- "I'm tired of your petty little schemes"
- "Filthy little tricks"
- "What a nasty little situation"
- synonym:
- little
8. Μικρό με τρόπο που προκαλεί συναισθήματα (τρυφερότητας ή το αντίθετό του ανάλογα με το πλαίσιο)
- "Μια ωραία μικρή δουλειά"
- "Ευλόγησε τη μικρή σου καρδιά"
- "Αγαπητή μικρή μητέρα"
- "Μια γλυκιά μικρή συμφωνία"
- "Είμαι κουρασμένος από τα μικρά σας σχέδια"
- "Βρώμικα μικρά κόλπα"
- "Τι άσχημη μικρή κατάσταση"
- συνώνυμο:
- λίγο
adverb
1. Not much
- "He talked little about his family"
- synonym:
- little
1. Όχι πολύ
- "Μίλησε λίγο για την οικογένειά του"
- συνώνυμο:
- λίγο