Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "litter" into Greek language

Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αύρα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Litter

[Συντηρητής]
/lɪtər/

noun

1. The offspring at one birth of a multiparous mammal

    synonym:
  • litter

1. Οι απόγονοι κατά τη γέννηση ενός πολυδύναμου θηλαστικού

    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

2. Rubbish carelessly dropped or left about (especially in public places)

    synonym:
  • litter

2. Τα σκουπίδια έπεσαν απρόσεκτα ή άφησαν περίπου (ειδικά σε δημόσιους χώρους)

    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

3. Conveyance consisting of a chair or bed carried on two poles by bearers

    synonym:
  • litter

3. Μεταφορά που αποτελείται από μια καρέκλα ή ένα κρεβάτι που μεταφέρεται σε δύο πόλους από τους φορείς

    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

4. Material used to provide a bed for animals

    synonym:
  • bedding material
  • ,
  • bedding
  • ,
  • litter

4. Υλικό που χρησιμοποιείται για την παροχή κρεβατιού για τα ζώα

    συνώνυμο:
  • υλικό κλινοστρωμνής
  • ,
  • κλινοσκεπάσματα
  • ,
  • απορρίμματα

verb

1. Strew

  • "Cigar butts littered the ground"
    synonym:
  • litter

1. Στρίβω

  • "Τα κουμπιά πούρων γεμίζουν το έδαφος"
    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

2. Make a place messy by strewing garbage around

    synonym:
  • litter

2. Κάντε ένα μέρος ακατάστατο με το να στρώνετε σκουπίδια γύρω

    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

3. Give birth to a litter of animals

    synonym:
  • litter

3. Γεννήστε ένα σκουπίδι ζώων

    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

Examples of using

You mustn't throw litter in the street.
Δεν πρέπει να πετάς σκουπίδια στο δρόμο.
You mustn't throw litter in the street.
Δεν πρέπει να πετάς σκουπίδια στο δρόμο.