Translation meaning & definition of the word "litmus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίτυμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Litmus
[Λίτμους]/lɪtməs/
noun
1. A coloring material (obtained from lichens) that turns red in acid solutions and blue in alkaline solutions
- Used as a very rough acid-base indicator
- synonym:
- litmus ,
- litmus test
1. Ένα υλικό χρωματισμού (από λειχήνες) που γίνεται κόκκινο σε όξινα διαλύματα και μπλε σε αλκαλικά διαλύματα
- Χρησιμοποιημένος ως πολύ τραχύς δείκτης όξινης βάσης
- συνώνυμο:
- λίτσος ,
- δοκιμή λάμψης