Translation meaning & definition of the word "litigation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίτανση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Litigation
[Διαδικασία]/lɪtəgeʃən/
noun
1. A legal proceeding in a court
- A judicial contest to determine and enforce legal rights
- synonym:
- litigation ,
- judicial proceeding
1. Νομική διαδικασία σε δικαστήριο
- Δικαστικός διαγωνισμός για τον καθορισμό και την επιβολή νομικών δικαιωμάτων
- συνώνυμο:
- διαφορές ,
- δικαστική διαδικασία