Translation meaning & definition of the word "lithium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίθιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lithium
[Λίθιο]/lɪθiəm/
noun
1. A soft silver-white univalent element of the alkali metal group
- The lightest metal known
- Occurs in several minerals
- synonym:
- lithium ,
- Li ,
- atomic number 3
1. Ένα μαλακό ασημί-λευκό μοναδικό στοιχείο της ομάδας αλκαλικών μετάλλων
- Το πιο ελαφρύ μέταλλο γνωστό
- Εμφανίζεται σε πολλά ορυκτά
- συνώνυμο:
- λίθιο ,
- Λι ,
- ατομικός αριθμός 3