Translation meaning & definition of the word "literature" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογοτεχνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Literature
[Λογοτεχνία]/lɪtərəʧər/
noun
1. Creative writing of recognized artistic value
- synonym:
- literature
1. Δημιουργική γραφή αναγνωρισμένης καλλιτεχνικής αξίας
- συνώνυμο:
- λογοτεχνία
2. The humanistic study of a body of literature
- "He took a course in russian lit"
- synonym:
- literature ,
- lit
2. Η ανθρωπιστική μελέτη ενός σώματος λογοτεχνίας
- "Πήρε ένα μάθημα στα ρωσικά φωτισμένα"
- συνώνυμο:
- λογοτεχνία ,
- φωτίζω
3. Published writings in a particular style on a particular subject
- "The technical literature"
- "One aspect of waterloo has not yet been treated in the literature"
- synonym:
- literature
3. Δημοσιευμένα γραπτά σε ένα συγκεκριμένο στυλ για ένα συγκεκριμένο θέμα
- "Η τεχνική βιβλιογραφία"
- "Μια πτυχή του βατερλώ δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί στη βιβλιογραφία"
- συνώνυμο:
- λογοτεχνία
4. The profession or art of a writer
- "Her place in literature is secure"
- synonym:
- literature
4. Το επάγγελμα ή η τέχνη ενός συγγραφέα
- "Η θέση της στη λογοτεχνία είναι ασφαλής"
- συνώνυμο:
- λογοτεχνία
Examples of using
They like reading English literature.
Τους αρέσει να διαβάζουν αγγλική λογοτεχνία.
Tom is a teacher of Chinese literature.
Ο Τομ είναι δάσκαλος της κινεζικής λογοτεχνίας.
She went to Italy to study literature.
Πήγε στην Ιταλία για να σπουδάσει λογοτεχνία.