Translation meaning & definition of the word "lite" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αναφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lite
[Λεπτό]/laɪt/
adjective
1. Having relatively few calories
- "Diet cola"
- "Light (or lite) beer"
- "Lite (or light) mayonnaise"
- "A low-cal diet"
- synonym:
- light ,
- lite ,
- low-cal ,
- calorie-free
1. Έχοντας σχετικά λίγες θερμίδες
- "Δίαιτα κόλα"
- "Ελαφριά μπύρα ("
- "Λίτη ( ) μαγιονέζα"
- "Μια δίαιτα χαμηλών αλάτων"
- συνώνυμο:
- φως ,
- λίτ ,
- χαμηλή περιεκτικότητα ,
- χωρίς θερμίδες