Translation meaning & definition of the word "litany" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιτανεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Litany
[Λιτανεία]/lɪtəni/
noun
1. Any long and tedious address or recital
- "The patient recited a litany of complaints"
- "A litany of failures"
- synonym:
- litany
1. Οποιαδήποτε μακρά και κουραστική διεύθυνση ή αιτιολογική σκέψη
- "Ο ασθενής απήγγειλε μια λιτανεία παραπόνων"
- "Μια λιτανεία αποτυχιών"
- συνώνυμο:
- λιτάνη
2. A prayer consisting of a series of invocations by the priest with responses from the congregation
- synonym:
- Litany
2. Μια προσευχή που αποτελείται από μια σειρά επικλήσεων από τον ιερέα με απαντήσεις από την εκκλησία
- συνώνυμο:
- Λιτανεία