Translation meaning & definition of the word "listlessly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αόρατα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Listlessly
[Αναλλοίωτα]/lɪstləsli/
adverb
1. In a listless manner
- "They shook hands rather listlessly"
- synonym:
- listlessly
1. Με αλάνθαστο τρόπο
- "Ταρακούνησαν τα χέρια τους μάλλον απερίσκεπτα"
- συνώνυμο:
- απαρέγκλιτα