Translation meaning & definition of the word "listless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ασυμβίβαστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Listless
[Αναλυτικά]/lɪstləs/
adjective
1. Lacking zest or vivacity
- "He was listless and bored"
- synonym:
- listless
1. Λείπει η ευφορία ή η ζωντάνια
- "Ήταν αδίστακτος και βαριόταν"
- συνώνυμο:
- αναλυτικά
2. Marked by low spirits
- Showing no enthusiasm
- "A dispirited and divided party"
- "Reacted to the crisis with listless resignation"
- synonym:
- dispirited ,
- listless
2. Χαρακτηρίζεται από χαμηλά πνεύματα
- Δεν δείχνει ενθουσιασμό
- "Ένα αποστασιοποιημένο και διχασμένο κόμμα"
- "Αντέδρασε στην κρίση με απερίσκεπτη παραίτηση"
- συνώνυμο:
- αποπληρώνω ,
- αναλυτικά
Examples of using
I feel listless and have a throbbing headache.
Αισθάνομαι άφωνος και έχω έναν πονοκέφαλο.