Translation meaning & definition of the word "liquidation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπαγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liquidation
[Εκκαθάριση]/lɪkwɪdeʃən/
noun
1. Termination of a business operation by using its assets to discharge its liabilities
- synonym:
- liquidation ,
- settlement
1. Τερματισμός μιας επιχειρηματικής πράξης χρησιμοποιώντας τα περιουσιακά της στοιχεία για την απαλλαγή των υποχρεώσεών της
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση ,
- οικισμός
2. The act of exterminating
- synonym:
- extermination ,
- liquidation
2. Η πράξη της εξόντωσης
- συνώνυμο:
- εξόντωση ,
- εκκαθάριση
3. The murder of a competitor
- synonym:
- elimination ,
- liquidation
3. Η δολοφονία ενός ανταγωνιστή
- συνώνυμο:
- αποβολή ,
- εκκαθάριση