Translation meaning & definition of the word "liquidate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υγρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liquidate
[Ρευστοποιώ]/lɪkwɪdet/
verb
1. Get rid of (someone who may be a threat) by killing
- "The mafia liquidated the informer"
- "The double agent was neutralized"
- synonym:
- neutralize ,
- neutralise ,
- liquidate ,
- waste ,
- knock off ,
- do in
1. Απαλλαγείτε από το (κάπουν που μπορεί να είναι μια απειλή) με τη δολοφονία
- "Η μαφία εκκαθάρισε τον πληροφοριοδότη"
- "Ο διπλός πράκτορας εξουδετερώθηκε"
- συνώνυμο:
- εξουδετερώνω ,
- ρευστοποιώ ,
- απόβλητα ,
- αποτυγχάνω ,
- παίρνω
2. Eliminate by paying off (debts)
- synonym:
- liquidate ,
- pay off
2. Εξαλείψτε με την εξόφληση (δεβ)
- συνώνυμο:
- ρευστοποιώ ,
- αποδίδω
3. Convert into cash
- "I had to liquidate my holdings to pay off my ex-husband"
- synonym:
- liquidate
3. Μετατρέπω σε μετρητά
- "Έπρεπε να ρευστοποιήσω τις συμμετοχές μου για να εξοφλήσω τον πρώην σύζυγό μου"
- συνώνυμο:
- ρευστοποιώ
4. Settle the affairs of by determining the debts and applying the assets to pay them off
- "Liquidate a company"
- synonym:
- liquidate
4. Διευθετήστε τις υποθέσεις με τον καθορισμό των χρεών και την εφαρμογή των περιουσιακών στοιχείων για την αποπληρωμή τους
- "Υγρό μια εταιρεία"
- συνώνυμο:
- ρευστοποιώ