Translation meaning & definition of the word "liquid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υγρό" στην ελληνική γλώσσα
Liquid
[Υγρό]noun
1. A substance that is liquid at room temperature and pressure
- synonym:
- liquid
1. Μια ουσία που είναι υγρή σε θερμοκρασία δωματίου και πίεση
- συνώνυμο:
- υγρό
2. The state in which a substance exhibits a characteristic readiness to flow with little or no tendency to disperse and relatively high incompressibility
- synonym:
- liquid ,
- liquidness ,
- liquidity ,
- liquid state
2. Η κατάσταση στην οποία μια ουσία παρουσιάζει μια χαρακτηριστική ετοιμότητα ροής με μικρή ή καθόλου τάση διασποράς και σχετικά υψηλή ασυμβίβαστο
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- υγροποίηση ,
- ρευστότητα ,
- υγρή κατάσταση
3. Fluid matter having no fixed shape but a fixed volume
- synonym:
- liquid
3. Ρευστή ύλη που δεν έχει σταθερό σχήμα, αλλά σταθερό όγκο
- συνώνυμο:
- υγρό
4. A frictionless continuant that is not a nasal consonant (especially `l' and `r')
- synonym:
- liquid
4. Ένα συνεχές χωρίς τριβή που δεν είναι ένα ρινικό σύμφωνο (ειδικά `λ' και `)
- συνώνυμο:
- υγρό
adjective
1. Existing as or having characteristics of a liquid
- Especially tending to flow
- "Water and milk and blood are liquid substances"
- synonym:
- liquid
1. Υπάρχοντα ως ή έχοντας χαρακτηριστικά ενός υγρού
- Ειδικά τείνουν να ρέουν
- "Το νερό και το γάλα και το αίμα είναι υγρές ουσίες"
- συνώνυμο:
- υγρό
2. Filled or brimming with tears
- "Swimming eyes"
- "Sorrow made the eyes of many grow liquid"
- synonym:
- liquid ,
- swimming
2. Γεμάτο ή γεμάτο δάκρυα
- "Κολυμπώντας τα μάτια"
- "Αύριο έκανε τα μάτια πολλών να αναπτυχθούν υγρά"
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- κολύμβηση
3. Clear and bright
- "The liquid air of a spring morning"
- "Eyes shining with a liquid luster"
- "Limpid blue eyes"
- synonym:
- liquid ,
- limpid
3. Καθαρό και φωτεινό
- "Ο υγρός αέρας ενός ανοιξιάτικου πρωινού"
- "Μάτια που λάμπουν με μια υγρή λάμψη"
- "Αδύναμα μπλε μάτια"
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- ασταθήσ
4. Changed from a solid to a liquid state
- "Rivers filled to overflowing by melted snow"
- synonym:
- melted ,
- liquid ,
- liquified
4. Μετατραπεί από στερεά σε υγρή κατάσταση
- "Οι οδηγοί γέμισαν να ξεχειλίζουν από λιωμένο χιόνι"
- συνώνυμο:
- λιωμένος ,
- υγρό ,
- υγροποιημένο
5. Smooth and flowing in quality
- Entirely free of harshness
- "The liquid song of a robin"
- synonym:
- liquid
5. Ομαλή και ρέουσα στην ποιότητα
- Εντελώς απαλλαγμένο από σκληρότητα
- "Το υγρό τραγούδι ενός ρομπέν"
- συνώνυμο:
- υγρό
6. Smooth and unconstrained in movement
- "A long, smooth stride"
- "The fluid motion of a cat"
- "The liquid grace of a ballerina"
- synonym:
- fluent ,
- fluid ,
- liquid ,
- smooth
6. Ομαλή και απεριόριστη σε κίνηση
- "Μακρύ, ομαλό βήμα"
- "Η ρευστή κίνηση μιας γάτας"
- "Η υγρή χάρη μιας μπαλαρίνας"
- συνώνυμο:
- άπταιστος ,
- υγρό ,
- ομαλός
7. In cash or easily convertible to cash
- "Liquid (or fluid) assets"
- synonym:
- fluid ,
- liquid
7. Σε μετρητά ή εύκολα μετατρέψιμο σε μετρητά
- "Υγρό ( ρευστό) περιουσιακά στοιχεία"
- συνώνυμο:
- υγρό