Translation meaning & definition of the word "liqueur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λικέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liqueur
[Λικέρ]/lɪkər/
noun
1. Strong highly flavored sweet liquor usually drunk after a meal
- synonym:
- liqueur ,
- cordial
1. Έντονο γλυκό λικέρ με υψηλή γεύση συνήθως πίνεται μετά από ένα γεύμα
- συνώνυμο:
- λικέρ ,
- εγκάρδια
Examples of using
Umeshu is a Japanese liqueur made from plums.
Το Ουμεσού είναι ένα ιαπωνικό λικέρ που παρασκευάζεται από δαμάσκηνα.