Translation meaning & definition of the word "lipstick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίπιντον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lipstick
[Κραγιόν]/lɪpstɪk/
noun
1. Makeup that is used to color the lips
- synonym:
- lipstick ,
- lip rouge
1. Μακιγιάζ που χρησιμοποιείται για το χρώμα των χειλιών
- συνώνυμο:
- κραγιόν ,
- ρουζ χειλιών
verb
1. Form by tracing with lipstick
- "The clown had lipsticked circles on his cheeks"
- synonym:
- lipstick
1. Μορφή με τον εντοπισμό με το κραγιόν
- "Ο κλόουν είχε χειλικούς κύκλους στα μάγουλά του"
- συνώνυμο:
- κραγιόν
2. Apply lipstick to
- "She lipsticked her mouth"
- synonym:
- lipstick
2. Εφαρμόστε κραγιόν σε
- "Κατέστρεψε το στόμα της"
- συνώνυμο:
- κραγιόν
Examples of using
He paid $100 for the lipstick.
Πλήρωσε $100 για το κραγιόν.
I'm looking for a lipstick to go with this nail polish.
Ψάχνω για ένα κραγιόν για να πάω με αυτό το βερνίκι νυχιών.
He paid $20 for the lipstick.
Πλήρωσε $20 για το κραγιόν.