Translation meaning & definition of the word "lip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρακτηριστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lip
[Χαλινάρι]/lɪp/
noun
1. Either of two fleshy folds of tissue that surround the mouth and play a role in speaking
- synonym:
- lip
1. Είτε από δύο σαρκώδεις πτυχές του ιστού που περιβάλλουν το στόμα και παίζουν ρόλο στην ομιλία
- συνώνυμο:
- χείλος
2. (botany) either of the two parts of a bilabiate corolla or calyx
- synonym:
- lip
2. (βοτανυ) είτε από τα δύο μέρη μιας χολοειδούς κορώλας είτε από κάλυκα
- συνώνυμο:
- χείλος
3. An impudent or insolent rejoinder
- "Don't give me any of your sass"
- synonym:
- sass ,
- sassing ,
- backtalk ,
- back talk ,
- lip ,
- mouth
3. Ένας ακάθαρτος ή αδιάφορος επαναλήπτης
- "Μην μου δώσεις κανένα από τα λάθη σου"
- συνώνυμο:
- σασσ ,
- πυροδοτώ ,
- παραπομπή ,
- πίσω ομιλία ,
- χείλος ,
- στόμα
4. The top edge of a vessel or other container
- synonym:
- brim ,
- rim ,
- lip
4. Το πάνω άκρο ενός σκάφους ή άλλου εμπορευματοκιβωτίου
- συνώνυμο:
- χείλοσ ,
- χείλος
5. Either the outer margin or the inner margin of the aperture of a gastropod's shell
- synonym:
- lip
5. Είτε το εξωτερικό περιθώριο είτε το εσωτερικό περιθώριο του ανοίγματος του κελύφους του γαστερόποδα
- συνώνυμο:
- χείλος
Examples of using
Tom bit his lip.
Ο Τομ δάγκωσε τα χείλη του.
I bit my lip.
Χτυπάω τα χείλη μου.
There's many a slip 'twixt the cup and the lip.
Υπάρχουν πολλά ολίσθηση ανάμεσα στο κύπελλο και το χείλος.