Translation meaning & definition of the word "lining" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φινίρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lining
[Συνδετικό]/laɪnɪŋ/
noun
1. A protective covering that protects an inside surface
- synonym:
- lining ,
- liner
1. Ένα προστατευτικό κάλυμμα που προστατεύει μια εσωτερική επιφάνεια
- συνώνυμο:
- επένδυση
2. A piece of cloth that is used as the inside surface of a garment
- synonym:
- liner ,
- lining
2. Ένα κομμάτι ύφασμα που χρησιμοποιείται ως εσωτερική επιφάνεια ενός ενδύματος
- συνώνυμο:
- επένδυση
3. Providing something with a surface of a different material
- synonym:
- lining ,
- facing
3. Παρέχοντας κάτι με μια επιφάνεια από ένα διαφορετικό υλικό
- συνώνυμο:
- επένδυση ,
- πρόσωπο
4. The act of attaching an inside lining (to a garment or curtain etc.)
- synonym:
- lining
4. Η πράξη της τοποθέτησης μιας εσωτερικής επένδυσης (σε ένα ένδυμα ή κουρτίνα κλπ.)
- συνώνυμο:
- επένδυση
Examples of using
Well, every cloud has a silver lining.
Κάθε σύννεφο έχει μια ασημένια επένδυση.
Every cloud has a silver lining.
Κάθε σύννεφο έχει μια ασημένια επένδυση.