Translation meaning & definition of the word "linguistically" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "γλωσσικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Linguistically
[Γλωσσικά]/lɪŋgwɪstɪkli/
adverb
1. With respect to the science of linguistics
- "Linguistically interesting data"
- synonym:
- linguistically
1. Με σεβασμό στην επιστήμη της γλωσσολογίας
- "Γλωσσικά ενδιαφέροντα δεδομένα"
- συνώνυμο:
- γλωσσικά
2. With respect to language
- "Linguistically impaired children"
- "A lingually diverse population"
- synonym:
- linguistically ,
- lingually
2. Με σεβασμό στη γλώσσα
- "Παιδιά με γλωσσική αναπηρία"
- "Ένας γλωσσικά διαφορετικός πληθυσμός"
- συνώνυμο:
- γλωσσικά