Translation meaning & definition of the word "linguist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλωσσολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Linguist
[Γλωσσολόγοσ]/lɪŋgwɪst/
noun
1. A specialist in linguistics
- synonym:
- linguist ,
- linguistic scientist
1. Ειδικός στη γλωσσολογία
- συνώνυμο:
- γλωσσολόγοσ ,
- γλωσσολόγος επιστήμονας
2. A person who speaks more than one language
- synonym:
- linguist ,
- polyglot
2. Ένας άνθρωπος που μιλάει περισσότερες από μία γλώσσες
- συνώνυμο:
- γλωσσολόγοσ ,
- πολύγλωσσο
Examples of using
I want to be a linguist.
Θέλω να γίνω γλωσσολόγος.
Edward Sapir was an American linguist.
Ο Έντουαρντ Σαπίρ ήταν Αμερικανός γλωσσολόγος.