Translation meaning & definition of the word "lingua" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lingua
[Λίνγκου]/lɪŋgwə/
noun
1. A mobile mass of muscular tissue covered with mucous membrane and located in the oral cavity
- synonym:
- tongue ,
- lingua ,
- glossa ,
- clapper
1. Μια κινητή μάζα μυϊκού ιστού που καλύπτεται με βλεννογόνο και βρίσκεται στη στοματική κοιλότητα
- συνώνυμο:
- γλώσσα ,
- λίνγκουα ,
- παλαμάκι