Translation meaning & definition of the word "liner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γειτονιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liner
[Συντομότερο]/laɪnər/
noun
1. (baseball) a hit that flies straight out from the batter
- "The batter hit a liner to the shortstop"
- synonym:
- liner ,
- line drive
1. (βασεμπολ) ένα χτύπημα που πετά κατευθείαν έξω από το κτύπημα
- "Το κτύπημα χτύπησε μια επένδυση στο σύντομο χρονικό διάστημα"
- συνώνυμο:
- επένδυση ,
- γραμμή
2. A protective covering that protects an inside surface
- synonym:
- lining ,
- liner
2. Ένα προστατευτικό κάλυμμα που προστατεύει μια εσωτερική επιφάνεια
- συνώνυμο:
- επένδυση
3. A piece of cloth that is used as the inside surface of a garment
- synonym:
- liner ,
- lining
3. Ένα κομμάτι ύφασμα που χρησιμοποιείται ως εσωτερική επιφάνεια ενός ενδύματος
- συνώνυμο:
- επένδυση
4. A large commercial ship (especially one that carries passengers on a regular schedule)
- synonym:
- liner ,
- ocean liner
4. Ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο (ειδικά ένα που μεταφέρει τους επιβάτες σε ένα κανονικό πρόγραμμα)
- συνώνυμο:
- επένδυση ,
- ωκεάνια επένδυση