Translation meaning & definition of the word "lineal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραμμική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lineal
[Γραμμική]/lɪniəl/
adjective
1. In a straight unbroken line of descent from parent to child
- "Lineal ancestors"
- "Lineal heirs"
- "A direct descendant of the king"
- "Direct heredity"
- synonym:
- lineal ,
- direct
1. Σε μια ευθεία αδιάσπαστη γραμμή καταγωγής από το γονέα στο παιδί
- "Γραμμικοί πρόγονοι"
- "Γραμμικοί κληρονόμοι"
- "Ένας άμεσος απόγονος του βασιλιά"
- "Άμεση κληρονομικότητα"
- συνώνυμο:
- γραμμική ,
- άμεσος
2. Arranged in a line
- synonym:
- lineal
2. Τακτοποιημένο σε μια γραμμή
- συνώνυμο:
- γραμμική