Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "line" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραμμή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Line

[Γραμμή]
/laɪn/

noun

1. A formation of people or things one beside another

  • "The line of soldiers advanced with their bayonets fixed"
  • "They were arrayed in line of battle"
  • "The cast stood in line for the curtain call"
    synonym:
  • line

1. Ένας σχηματισμός ανθρώπων ή πραγμάτων ο ένας δίπλα στον άλλο

  • "Η γραμμή των στρατιωτών προχώρησε με τους ξιφολόγχες τους σταθερούς"
  • "Παρατάχθηκαν στη γραμμή της μάχης"
  • "Το καστ στάθηκε στη σειρά για την κλήση κουρτίνας"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

2. A mark that is long relative to its width

  • "He drew a line on the chart"
    synonym:
  • line

2. Ένα σημάδι που είναι μακρύ σε σχέση με το πλάτος του

  • "Σχεδίασε μια γραμμή στο γράφημα"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

3. A formation of people or things one behind another

  • "The line stretched clear around the corner"
  • "You must wait in a long line at the checkout counter"
    synonym:
  • line

3. Ένας σχηματισμός ανθρώπων ή πραγμάτων ο ένας πίσω από τον άλλο

  • "Η γραμμή τεντώθηκε καθαρά γύρω από τη γωνία"
  • "Πρέπει να περιμένετε σε μια μακρά γραμμή στο μετρητή ελέγχου"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

4. A length (straight or curved) without breadth or thickness

  • The trace of a moving point
    synonym:
  • line

4. Ένα μήκος (ευθεία ή καμπύλη) χωρίς πλάτος ή πάχος

  • Το ίχνος ενός κινούμενου σημείου
    συνώνυμο:
  • γραμμή

5. Text consisting of a row of words written across a page or computer screen

  • "The letter consisted of three short lines"
  • "There are six lines in every stanza"
    synonym:
  • line

5. Κείμενο που αποτελείται από μια σειρά λέξεων γραμμένες σε μια σελίδα ή οθόνη υπολογιστή

  • "Η επιστολή αποτελείται από τρεις σύντομες γραμμές"
  • "Υπάρχουν έξι γραμμές σε κάθε στροφή"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

6. A single frequency (or very narrow band) of radiation in a spectrum

    synonym:
  • line

6. Μια ενιαία συχνότητα (ή πολύ στενή ζώνη) της ακτινοβολίας σε ένα φάσμα

    συνώνυμο:
  • γραμμή

7. A fortified position (especially one marking the most forward position of troops)

  • "They attacked the enemy's line"
    synonym:
  • line

7. Μια οχυρωμένη θέση (ειδικά μία που σηματοδοτεί την πιο εμπρός θέση των στρατευμάτων)

  • "Επιτέθηκαν στη γραμμή του εχθρού"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

8. A course of reasoning aimed at demonstrating a truth or falsehood

  • The methodical process of logical reasoning
  • "I can't follow your line of reasoning"
    synonym:
  • argumentation
  • ,
  • logical argument
  • ,
  • argument
  • ,
  • line of reasoning
  • ,
  • line

8. Μια πορεία συλλογισμού που στοχεύει στην απόδειξη μιας αλήθειας ή ψεύδους

  • Η μεθοδική διαδικασία της λογικής συλλογιστικής
  • "Δεν μπορώ να ακολουθήσω τη συλλογιστική σας"
    συνώνυμο:
  • επιχειρηματολογία
  • ,
  • λογικό επιχείρημα
  • ,
  • επιχείρημα
  • ,
  • γραμμή συλλογισμού
  • ,
  • γραμμή

9. A conductor for transmitting electrical or optical signals or electric power

    synonym:
  • cable
  • ,
  • line
  • ,
  • transmission line

9. Ένας αγωγός για τη μετάδοση ηλεκτρικών ή οπτικών σημάτων ή ηλεκτρικής δύναμης

    συνώνυμο:
  • καλώδιο
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • γραμμή μετάδοσης

10. A connected series of events or actions or developments

  • "The government took a firm course"
  • "Historians can only point out those lines for which evidence is available"
    synonym:
  • course
  • ,
  • line

10. Μια συνδεδεμένη σειρά γεγονότων ή δράσεων ή εξελίξεων

  • "Η κυβέρνηση πήρε μια σταθερή πορεία"
  • "Οι ιστορικοί μπορούν να επισημάνουν μόνο αυτές τις γραμμές για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία"
    συνώνυμο:
  • μάθημα
  • ,
  • γραμμή

11. A spatial location defined by a real or imaginary unidimensional extent

    synonym:
  • line

11. Μια χωρική θέση που ορίζεται από μια πραγματική ή φανταστική μονοδιάστατη έκταση

    συνώνυμο:
  • γραμμή

12. A slight depression in the smoothness of a surface

  • "His face has many lines"
  • "Ironing gets rid of most wrinkles"
    synonym:
  • wrinkle
  • ,
  • furrow
  • ,
  • crease
  • ,
  • crinkle
  • ,
  • seam
  • ,
  • line

12. Μια μικρή κατάθλιψη στην ομαλότητα μιας επιφάνειας

  • "Το πρόσωπό του έχει πολλές γραμμές"
  • "Το σίδερο απαλλάσσει από τις περισσότερες ρυτίδες"
    συνώνυμο:
  • ρυτίδα
  • ,
  • αυλάκι
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • παστώνω
  • ,
  • ραφή
  • ,
  • γραμμή

13. A pipe used to transport liquids or gases

  • "A pipeline runs from the wells to the seaport"
    synonym:
  • pipeline
  • ,
  • line

13. Σωλήνας που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών ή αερίων

  • "Ένας αγωγός τρέχει από τα πηγάδια στο λιμάνι"
    συνώνυμο:
  • αγωγός
  • ,
  • γραμμή

14. The road consisting of railroad track and roadbed

    synonym:
  • line
  • ,
  • railway line
  • ,
  • rail line

14. Ο δρόμος που αποτελείται από σιδηροδρομική γραμμή και οδική κλίνη

    συνώνυμο:
  • γραμμή
  • ,
  • σιδηροδρομική γραμμή

15. A telephone connection

    synonym:
  • telephone line
  • ,
  • phone line
  • ,
  • telephone circuit
  • ,
  • subscriber line
  • ,
  • line

15. Τηλεφωνική σύνδεση

    συνώνυμο:
  • τηλεφωνική γραμμή
  • ,
  • τηλεφωνικό κύκλωμα
  • ,
  • γραμμή συνδρομητών
  • ,
  • γραμμή

16. Acting in conformity

  • "In line with"
  • "He got out of line"
  • "Toe the line"
    synonym:
  • line

16. Ενεργώντας σύμφωνα με

  • "Σε συμφωνία με"
  • "Βγήκε εκτός γραμμής"
  • "Πάρε τη γραμμή"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

17. The descendants of one individual

  • "His entire lineage has been warriors"
    synonym:
  • lineage
  • ,
  • line
  • ,
  • line of descent
  • ,
  • descent
  • ,
  • bloodline
  • ,
  • blood line
  • ,
  • blood
  • ,
  • pedigree
  • ,
  • ancestry
  • ,
  • origin
  • ,
  • parentage
  • ,
  • stemma
  • ,
  • stock

17. Οι απόγονοι ενός ατόμου

  • "Ολόκληρη η γενεαλογία του ήταν πολεμιστές"
    συνώνυμο:
  • γενεαλογία
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • γραμμή καθόδου
  • ,
  • κατάβαση
  • ,
  • γραμμή αίματος
  • ,
  • αίμα
  • ,
  • καταγωγή
  • ,
  • προέλευση
  • ,
  • γονική μέριμνα
  • ,
  • στέλμα
  • ,
  • απόθεμα

18. Something (as a cord or rope) that is long and thin and flexible

  • "A washing line"
    synonym:
  • line

18. Κάτι (ας ένα κορδόνι ή σχοινί) που είναι μακρύ και λεπτό και εύκαμπτο

  • "Γραμμή πλύσης"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

19. The principal activity in your life that you do to earn money

  • "He's not in my line of business"
    synonym:
  • occupation
  • ,
  • business
  • ,
  • job
  • ,
  • line of work
  • ,
  • line

19. Η κύρια δραστηριότητα στη ζωή σου που κάνεις για να κερδίσεις χρήματα

  • "Δεν είναι στη δουλειά μου"
    συνώνυμο:
  • κατοχή
  • ,
  • επιχείρηση
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • γραμμή εργασίας
  • ,
  • γραμμή

20. In games or sports

  • A mark indicating positions or bounds of the playing area
    synonym:
  • line

20. Σε παιχνίδια ή αθλήματα

  • Ένα σημάδι που δείχνει θέσεις ή όρια του χώρου αναπαραγωγής
    συνώνυμο:
  • γραμμή

21. (often plural) a means of communication or access

  • "It must go through official channels"
  • "Lines of communication were set up between the two firms"
    synonym:
  • channel
  • ,
  • communication channel
  • ,
  • line

21. (συχνά πληθυντικός) ένα μέσο επικοινωνίας ή πρόσβασης

  • "Πρέπει να περάσει από επίσημα κανάλια"
  • "Συγκροτήθηκαν γραμμές επικοινωνίας μεταξύ των δύο εταιρειών"
    συνώνυμο:
  • κανάλι
  • ,
  • κανάλι επικοινωνίας
  • ,
  • γραμμή

22. A particular kind of product or merchandise

  • "A nice line of shoes"
    synonym:
  • line
  • ,
  • product line
  • ,
  • line of products
  • ,
  • line of merchandise
  • ,
  • business line
  • ,
  • line of business

22. Ένα συγκεκριμένο είδος προϊόντος ή εμπορευμάτων

  • "Μια ωραία γραμμή παπουτσιών"
    συνώνυμο:
  • γραμμή
  • ,
  • γραμμή παραγωγής
  • ,
  • γραμμή προϊόντων
  • ,
  • γραμμή εμπορευμάτων
  • ,
  • επιχειρηματική γραμμή
  • ,
  • γραμμή επιχειρήσεων

23. A commercial organization serving as a common carrier

    synonym:
  • line

23. Εμπορική οργάνωση που λειτουργεί ως κοινός φορέας

    συνώνυμο:
  • γραμμή

24. Space for one line of print (one column wide and 1/14 inch deep) used to measure advertising

    synonym:
  • agate line
  • ,
  • line

24. Χώρος για μια γραμμή εκτύπωσης (όνη στήλη πλάτος και 1/14 ιντσών βαθυ) χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της διαφήμισης

    συνώνυμο:
  • γραμμή αχάτη
  • ,
  • γραμμή

25. The maximum credit that a customer is allowed

    synonym:
  • credit line
  • ,
  • line of credit
  • ,
  • bank line
  • ,
  • line
  • ,
  • personal credit line
  • ,
  • personal line of credit

25. Η μέγιστη πίστωση που επιτρέπεται σε έναν πελάτη

    συνώνυμο:
  • πιστωτική γραμμή
  • ,
  • γραμμή πίστωσης
  • ,
  • τραπεζική γραμμή
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • προσωπική πιστωτική γραμμή
  • ,
  • προσωπική γραμμή πίστωσης

26. A succession of notes forming a distinctive sequence

  • "She was humming an air from beethoven"
    synonym:
  • tune
  • ,
  • melody
  • ,
  • air
  • ,
  • strain
  • ,
  • melodic line
  • ,
  • line
  • ,
  • melodic phrase

26. Μια διαδοχή σημειώσεων που σχηματίζουν μια διακριτική ακολουθία

  • "Μουρμουρίζει έναν αέρα από τον μπετόβεν"
    συνώνυμο:
  • τραγουδώ
  • ,
  • μελωδία
  • ,
  • αέρας
  • ,
  • στέλεχος
  • ,
  • μελωδική γραμμή
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • μελωδική φράση

27. Persuasive but insincere talk that is usually intended to deceive or impress

  • "`let me show you my etchings' is a rather worn line"
  • "He has a smooth line but i didn't fall for it"
  • "That salesman must have practiced his fast line of talk"
    synonym:
  • line

27. Πειστική αλλά ανειλικρινής συζήτηση που συνήθως προορίζεται να εξαπατήσει ή να εντυπωσιάσει

  • "Επιτρέψτε μου να σας δείξω ότι τα χαρακτικά μου είναι μια μάλλον φθαρμένη γραμμή"
  • "Έχει μια ομαλή γραμμή, αλλά δεν έπεσα για αυτό"
  • "Αυτός ο πωλητής πρέπει να έχει ασκήσει τη γρήγορη γραμμή συζήτησής του"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

28. A short personal letter

  • "Drop me a line when you get there"
    synonym:
  • note
  • ,
  • short letter
  • ,
  • line
  • ,
  • billet

28. Μια σύντομη προσωπική επιστολή

  • "Κάνε μου μια γραμμή όταν φτάσεις εκεί"
    συνώνυμο:
  • σημείωση
  • ,
  • σύντομο γράμμα
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • παλαμάκι

29. A conceptual separation or distinction

  • "There is a narrow line between sanity and insanity"
    synonym:
  • line
  • ,
  • dividing line
  • ,
  • demarcation
  • ,
  • contrast

29. Εννοιολογικός διαχωρισμός ή διάκριση

  • "Υπάρχει μια στενή γραμμή μεταξύ λογικής και παραφροσύνης"
    συνώνυμο:
  • γραμμή
  • ,
  • διαχωριστική γραμμή
  • ,
  • οριοθέτηση
  • ,
  • αντίθεση

30. Mechanical system in a factory whereby an article is conveyed through sites at which successive operations are performed on it

    synonym:
  • production line
  • ,
  • assembly line
  • ,
  • line

30. Μηχανικό σύστημα σε ένα εργοστάσιο με το οποίο ένα άρθρο μεταφέρεται μέσω περιοχών στις οποίες εκτελούνται διαδοχικές λειτουργίες σε αυτό

    συνώνυμο:
  • γραμμή παραγωγής
  • ,
  • γραμμή συναρμολόγησης
  • ,
  • γραμμή

verb

1. Be in line with

  • Form a line along
  • "Trees line the riverbank"
    synonym:
  • line
  • ,
  • run along

1. Ευθυγραμμίζομαι με

  • Σχηματίστε μια γραμμή
  • "Τα δέντρα κατατάσσουν την όχθη του ποταμού"
    συνώνυμο:
  • γραμμή
  • ,
  • τρέχω

2. Cover the interior of

  • "Line the gloves"
  • "Line a chimney"
    synonym:
  • line

2. Καλύψτε το εσωτερικό του

  • "Γραμμή των γαντιών"
  • "Γραμμή μιας καμινάδας"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

3. Make a mark or lines on a surface

  • "Draw a line"
  • "Trace the outline of a figure in the sand"
    synonym:
  • trace
  • ,
  • draw
  • ,
  • line
  • ,
  • describe
  • ,
  • delineate

3. Κάντε ένα σημάδι ή γραμμές σε μια επιφάνεια

  • "Σχεδιάστε μια γραμμή"
  • "Βρείτε το περίγραμμα μιας φιγούρας στην άμμο"
    συνώνυμο:
  • ίχνος
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • περιγράφω
  • ,
  • οριοθετώ

4. Mark with lines

  • "Sorrow had lined his face"
    synonym:
  • line

4. Σημάδι με γραμμές

  • "Αύριο είχε επενδύσει το πρόσωπό του"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

5. Fill plentifully

  • "Line one's pockets"
    synonym:
  • line

5. Γεμίστε άφθονα

  • "Γραμμή τσέπες"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

6. Reinforce with fabric

  • "Lined books are more enduring"
    synonym:
  • line

6. Ενισχύστε με ύφασμα

  • "Τα βιβλία είναι πιο διαρκή"
    συνώνυμο:
  • γραμμή

Examples of using

Draw a line with a ruler.
Σχεδιάστε μια γραμμή με ένα χάρακα.
They took their respective places in line.
Πήραν τις αντίστοιχες θέσεις τους στη σειρά.
We've been waiting in line for over an hour.
Περιμέναμε στη σειρά για πάνω από μία ώρα.