Translation meaning & definition of the word "linchpin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλίντσπιν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Linchpin
[Λιντσπίνι]/lɪnʧpɪn/
noun
1. A central cohesive source of support and stability
- "Faith is his anchor"
- "The keystone of campaign reform was the ban on soft money"
- "He is the linchpin of this firm"
- synonym:
- anchor ,
- mainstay ,
- keystone ,
- backbone ,
- linchpin ,
- lynchpin
1. Μια κεντρική συνεκτική πηγή στήριξης και σταθερότητας
- "Η πίστη είναι η άγκυρά του"
- "Ο βασικός λίθος της μεταρρύθμισης της εκστρατείας ήταν η απαγόρευση του ήπιου χρήματος"
- "Είναι το επίπεδο αυτής της εταιρείας"
- συνώνυμο:
- άγκυρα ,
- στήριγμα ,
- βασικόσ λίθος ,
- σπονδυλική στήλη ,
- λιντσπέν ,
- λίντσπιν
2. Pin inserted through an axletree to hold a wheel on
- synonym:
- linchpin ,
- lynchpin
2. Ο πείρος εισάγεται μέσω ενός αξονικού για να κρατήσει έναν τροχό
- συνώνυμο:
- λιντσπέν ,
- λίντσπιν