Translation meaning & definition of the word "limping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σβήσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Limping
[Περιορίζω]/lɪmpɪŋ/
noun
1. Disability of walking due to crippling of the legs or feet
- synonym:
- lameness ,
- limping ,
- gimp ,
- gimpiness ,
- gameness ,
- claudication
1. Αναπηρία του περπατήματος λόγω ακρωτηριασμού των ποδιών ή των ποδιών
- συνώνυμο:
- ευθυμία ,
- ασβέστωση ,
- ανακατώνω ,
- ανατριχιαστικότητα ,
- παιχνίδα ,
- χωλότητα