Translation meaning & definition of the word "limp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "λεπτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Limp
[Αναβοσβήνω]/lɪmp/
noun
1. The uneven manner of walking that results from an injured leg
- synonym:
- hitch ,
- hobble ,
- limp
1. Ο άνισος τρόπος περπατήματος που προκύπτει από ένα τραυματισμένο πόδι
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- περιστρέφομαι ,
- ασβέστησ
verb
1. Walk impeded by some physical limitation or injury
- "The old woman hobbles down to the store every day"
- synonym:
- limp ,
- gimp ,
- hobble ,
- hitch
1. Περπατήστε εμποδίζοντας κάποιο φυσικό περιορισμό ή τραυματισμό
- "Η ηλικιωμένη γυναίκα κατεβαίνει στο κατάστημα κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- ασβέστησ ,
- ανακατώνω ,
- περιστρέφομαι ,
- αιτία
2. Proceed slowly or with difficulty
- "The boat limped into the harbor"
- synonym:
- limp
2. Προχωρήστε αργά ή με δυσκολία
- "Το σκάφος πετάχτηκε στο λιμάνι"
- συνώνυμο:
- ασβέστησ
adjective
1. Not firm
- "Wilted lettuce"
- synonym:
- limp ,
- wilted
1. Όχι σταθερός
- "Κουρεμένο μαρούλι"
- συνώνυμο:
- ασβέστησ ,
- εξασθενημένο
2. Lacking in strength or firmness or resilience
- "Gave a limp handshake"
- "A limp gesture as if waving away all desire to know" g.k.chesterton
- "A slack grip"
- synonym:
- limp
2. Ελλείψει δύναμης ή σταθερότητας ή ανθεκτικότητας
- "Έδωσε μια χειραψία"
- "Μια χειρονομία σαν να απομακρύνει κάθε επιθυμία να γνωρίσει" γκ.κ. τσέστερτον
- "Χαλαρή λαβή"
- συνώνυμο:
- ασβέστησ
Examples of using
He walked with a limp.
Περπατούσε με ένα χωλό.