Translation meaning & definition of the word "limousine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιμουζίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Limousine
[Λιμουζίνα]/lɪməzin/
noun
1. Large luxurious car
- Usually driven by a chauffeur
- synonym:
- limousine ,
- limo
1. Μεγάλο πολυτελές αυτοκίνητο
- Συνήθως οδηγείται από έναν οδηγό
- συνώνυμο:
- λιμουζίνα