Translation meaning & definition of the word "limited" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιορισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Limited
[Limited]/lɪmətəd/
noun
1. Public transport consisting of a fast train or bus that makes only a few scheduled stops
- "He caught the express to new york"
- synonym:
- express ,
- limited
1. Δημόσιες συγκοινωνίες που αποτελούνται από ένα γρήγορο τρένο ή λεωφορείο που κάνει μόνο μερικές προγραμματισμένες στάσεις
- "Έπιασε τον εξπρές στη νέα υόρκη"
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- περιορισμένος
adjective
1. Small in range or scope
- "Limited war"
- "A limited success"
- "A limited circle of friends"
- synonym:
- limited
1. Μικρό σε εμβέλεια ή πεδίο εφαρμογής
- "Περιορισμένος πόλεμος"
- "Περιορισμένη επιτυχία"
- "Περιορισμένος κύκλος φίλων"
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
2. Subject to limits or subjected to limits
- synonym:
- circumscribed ,
- limited
2. Υπόκεινται σε όρια ή υπόκεινται σε όρια
- συνώνυμο:
- περιγράφεται ,
- περιορισμένος
3. Including only a part
- synonym:
- limited
3. Συμπεριλαμβανομένου μόνο ενός μέρους
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
4. Mediocre
- synonym:
- limited ,
- modified
4. Μέτριος
- συνώνυμο:
- περιορισμένος ,
- τροποποιημένος
5. Not excessive
- synonym:
- limited
5. Όχι υπερβολικός
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
6. Having a specific function or scope
- "A special (or specific) role in the mission"
- synonym:
- limited ,
- special
6. Έχοντας μια συγκεκριμένη λειτουργία ή πεδίο εφαρμογής
- "Ένας ειδικός (ορ συγκεκριμένος) ρόλος στην αποστολή"
- συνώνυμο:
- περιορισμένος ,
- ειδικός
7. Not unlimited
- "A limited list of choices"
- synonym:
- limited
7. Δεν είναι απεριόριστη
- "Περιορισμένος κατάλογος επιλογών"
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
Examples of using
Imagination is more important than knowledge. Knowledge is limited.
Η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση. Η γνώση είναι περιορισμένη.
Your time is limited.
Ο χρόνος σας είναι περιορισμένος.
Certainly, my knowledge of French is limited.
Σίγουρα, η γνώση μου για τα γαλλικά είναι περιορισμένη.