Translation meaning & definition of the word "limitation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιορισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Limitation
[Περιορισμός]/lɪmɪteʃən/
noun
1. A principle that limits the extent of something
- "I am willing to accept certain restrictions on my movements"
- synonym:
- restriction ,
- limitation
1. Μια αρχή που περιορίζει την έκταση του κάτι
- "Είμαι πρόθυμος να δεχτώ ορισμένους περιορισμούς στις κινήσεις μου"
- συνώνυμο:
- περιορισμός
2. The quality of being limited or restricted
- "It is a good plan but it has serious limitations"
- synonym:
- limitation
2. Η ποιότητα του να είναι περιορισμένη ή περιορισμένη
- "Είναι ένα καλό σχέδιο, αλλά έχει σοβαρούς περιορισμούς"
- συνώνυμο:
- περιορισμός
3. The greatest amount of something that is possible or allowed
- "There are limits on the amount you can bet"
- "It is growing rapidly with no limitation in sight"
- synonym:
- limit ,
- limitation
3. Η μεγαλύτερη ποσότητα από κάτι που είναι δυνατό ή επιτρέπεται
- "Υπάρχουν όρια στο ποσό που μπορείτε να στοιχηματίσετε"
- "Αναπτύσσεται γρήγορα χωρίς περιορισμό στο θέαμα"
- συνώνυμο:
- όριο ,
- περιορισμός
4. (law) a time period after which suits cannot be brought
- "Statute of limitations"
- synonym:
- limitation
4. (-) μια χρονική περίοδο μετά την οποία τα κοστούμια δεν μπορούν να φέρουν
- "Καθεστώς περιορισμών"
- συνώνυμο:
- περιορισμός
5. An act of limiting or restricting (as by regulation)
- synonym:
- limitation ,
- restriction
5. Μια πράξη περιορισμού ή περιορισμού (α με ρύθμιση)
- συνώνυμο:
- περιορισμός