Translation meaning & definition of the word "limbless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασβέστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Limbless
[Απεριόριστοσ]/lɪmləs/
adjective
1. Having no limbs
- "A snake is a limbless reptile"
- synonym:
- limbless
1. Χωρίς άκρα
- "Ένα φίδι είναι ένα ερπετό χωρίς άκρα"
- συνώνυμο:
- αποσπώμενοσ
Examples of using
A slow-worm is a limbless lizard, not a snake.
Μια αργή σκουλήκι είναι μια σαύρα χωρίς άκρα, όχι ένα φίδι.