Translation meaning & definition of the word "limber" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λεπτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Limber
[Ληματοπώλησ]/lɪmbər/
noun
1. A two-wheeled horse-drawn vehicle used to pull a field gun or caisson
- synonym:
- limber
1. Ένα δίτροχο όχημα που χρησιμοποιείται για να τραβήξει ένα πεδίο όπλο ή καϊσόν
- συνώνυμο:
- ασβεστοκονίαμα
verb
1. Attach the limber
- "Limber a cannon"
- synonym:
- limber ,
- limber up
1. Συνδέστε τον περιοριστή
- "Αδυνατίστε ένα κανόνι"
- συνώνυμο:
- ασβεστοκονίαμα ,
- ανεμοστρόβιλοσ
2. Cause to become limber
- "The violist limbered her wrists before the concert"
- synonym:
- limber
2. Αιτία να γίνει ασβεστοκονία
- "Η βιολίστρια τράβηξε τους καρπούς της πριν από τη συναυλία"
- συνώνυμο:
- ασβεστοκονίαμα
adjective
1. (used of e.g. personality traits) readily adaptable
- "A supple mind"
- "A limber imagination"
- synonym:
- limber ,
- supple
1. (χρησιμοποιείται π.χ. χαρακτηριστικά προσωπικότητας) εύκολα προσαρμόσιμο
- "Ένα εύπλαστο μυαλό"
- "Μια ασταθής φαντασία"
- συνώνυμο:
- ασβεστοκονίαμα ,
- εύπλαστοσ
2. (used of artifacts) easily bent
- synonym:
- limber
2. (χρησιμοποιείται από αντικείμενα) εύκολα λυγισμένο
- συνώνυμο:
- ασβεστοκονίαμα
3. (used of persons' bodies) capable of moving or bending freely
- synonym:
- limber ,
- supple
3. (χρησιμοποιείται για σώματα ατόμων) ικανό να κινείται ή να κάμπτεται ελεύθερα
- συνώνυμο:
- ασβεστοκονίαμα ,
- εύπλαστοσ