Translation meaning & definition of the word "lily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lily
[Λίλι]/lɪli/
noun
1. Any liliaceous plant of the genus lilium having showy pendulous flowers
- synonym:
- lily
1. Οποιοδήποτε φυτό του γένους λίλιουμ έχει επιδεικτικά κρεμαστά λουλούδια
- συνώνυμο:
- κρίνοσ