Translation meaning & definition of the word "liking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liking
[Πεζοπορία]/laɪkɪŋ/
noun
1. A feeling of pleasure and enjoyment
- "I've always had a liking for reading"
- "She developed a liking for gin"
- synonym:
- liking
1. Αίσθηση ευχαρίστησης και απόλαυσης
- "Πάντα μου άρεσε το διάβασμα"
- "Ανέπτυξε μια προτίμηση για το τζιν"
- συνώνυμο:
- αρέσει
Examples of using
That isn't to my liking.
Δεν είναι αυτό που μου αρέσει.
Since I started wearing glasses myself, I started liking the anime where the protagonists wear glasses.
Από τότε που άρχισα να φοράω γυαλιά, άρχισα να μου αρέσει ο άνιμε, όπου οι πρωταγωνιστές φορούν γυαλιά.