Translation meaning & definition of the word "likeness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευσυνειδησία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Likeness
[Λεπτότητα]/laɪknəs/
noun
1. Similarity in appearance or character or nature between persons or things
- "Man created god in his own likeness"
- synonym:
- likeness ,
- alikeness ,
- similitude
1. Ομοιότητα στην εμφάνιση ή το χαρακτήρα ή τη φύση μεταξύ προσώπων ή πραγμάτων
- "Ο άνθρωπος δημιούργησε τον θεό με τη δική του ομοιότητα"
- συνώνυμο:
- ομοιότητα ,
- αλληλεγγύη ,
- σιγουριά
2. Picture consisting of a graphic image of a person or thing
- synonym:
- likeness ,
- semblance
2. Εικόνα που αποτελείται από μια γραφική εικόνα ενός προσώπου ή ενός πράγματος
- συνώνυμο:
- ομοιότητα ,
- εμφάνιση
Examples of using
I think the devil doesn't exist, but man has created him, he has created him in his own image and likeness.
Νομίζω ότι ο διάβολος δεν υπάρχει, αλλά ο άνθρωπος τον έχει δημιουργήσει, τον έχει δημιουργήσει με τη δική του εικόνα και ομοίωση.