Translation meaning & definition of the word "likable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιόπιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Likable
[Περπατώ]/laɪkəbəl/
adjective
1. (of characters in literature or drama) evoking empathic or sympathetic feelings
- "The sympathetic characters in the play"
- synonym:
- sympathetic ,
- appealing ,
- likeable ,
- likable
1. ( των χαρακτήρων στη λογοτεχνία ή το δράμα) προκαλώντας ενσυναίσθηση ή συμπαθητικά συναισθήματα
- "Οι συμπαθητικοί χαρακτήρες στο παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- συμπαθητικόσ ,
- ελκυστικός ,
- αγαπητόσ ,
- προτιμώμενο
2. Easy to like
- Agreeable
- "An attractive and likable young man"
- synonym:
- likable ,
- likeable
2. Εύκολο να αρέσει
- Ευχάριστος
- "Ένας ελκυστικός και παραμετροποιός νεαρός"
- συνώνυμο:
- προτιμώμενο ,
- αγαπητόσ
Examples of using
Tom's a likable guy.
Ο Τομ είναι ένας πολύτιμος τύπος.