Translation meaning & definition of the word "lightness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελαφρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lightness
[Ελαφρότητα]/laɪtnəs/
noun
1. A feeling of joy and pride
- synonym:
- elation ,
- high spirits ,
- lightness
1. Αίσθηση χαράς και υπερηφάνειας
- συνώνυμο:
- ευφορία ,
- υψηλά πνεύματα ,
- ελαφρότητα
2. The property of being comparatively small in weight
- "The lightness of balsa wood"
- synonym:
- lightness ,
- weightlessness
2. Η ιδιότητα του να είναι συγκριτικά μικρό σε βάρος
- "Η ελαφρότητα του ξύλου βάλσας"
- συνώνυμο:
- ελαφρότητα ,
- αβαρύτητα
3. The gracefulness of a person or animal that is quick and nimble
- synonym:
- agility ,
- legerity ,
- lightness ,
- lightsomeness ,
- nimbleness
3. Η χάρη ενός ατόμου ή ζώου που είναι γρήγορη και ευκίνητη
- συνώνυμο:
- ευκινησία ,
- λεγεότητα ,
- ελαφρότητα ,
- φωταγωγία ,
- ευφράδεια
4. Having a light color
- synonym:
- lightness
4. Έχοντας ένα ελαφρύ χρώμα
- συνώνυμο:
- ελαφρότητα
5. The visual effect of illumination on objects or scenes as created in pictures
- "He could paint the lightest light and the darkest dark"
- synonym:
- light ,
- lightness
5. Η οπτική επίδραση του φωτισμού σε αντικείμενα ή σκηνές όπως δημιουργείται σε εικόνες
- "Θα μπορούσε να ζωγραφίσει το πιο ελαφρύ και το πιο σκοτεινό σκοτάδι"
- συνώνυμο:
- φως ,
- ελαφρότητα
6. The trait of being lighthearted and frivolous
- synonym:
- lightsomeness ,
- lightness
6. Το χαρακτηριστικό του να είσαι ελαφρύς και επιπόλαιος
- συνώνυμο:
- φωταγωγία ,
- ελαφρότητα