Translation meaning & definition of the word "lighthouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lighthouse
[Φάρος]/laɪthaʊs/
noun
1. A tower with a light that gives warning of shoals to passing ships
- synonym:
- beacon ,
- lighthouse ,
- beacon light ,
- pharos
1. Ένας πύργος με ένα φως που δίνει προειδοποίηση για τους φωνές στα περαστικά πλοία
- συνώνυμο:
- φάρος ,
- φως των φασόλων
Examples of using
Tom is a lighthouse keeper and leads a lonely life.
Ο Τομ είναι φαροφύλακας και ζει μια μοναχική ζωή.
In the distance there stood a dimly white lighthouse.
Στην απόσταση υπήρχε ένας λευκός φάρος.