Translation meaning & definition of the word "lightheaded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασταθής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lightheaded
[Ανοιχτόχρωμοσ]/laɪthɛdəd/
adjective
1. Weak and likely to lose consciousness
- "Suddenly felt faint from the pain"
- "Was sick and faint from hunger"
- "Felt light in the head"
- "A swooning fit"
- "Light-headed with wine"
- "Light-headed from lack of sleep"
- synonym:
- faint ,
- light ,
- swooning ,
- light-headed ,
- lightheaded
1. Αδύναμη και πιθανό να χάσει τη συνείδηση
- "Απότομα ένιωσα λιποθυμία από τον πόνο"
- "Ήταν άρρωστος και λιποθυμεμένος από την πείνα"
- "Ένιωσα φως στο κεφάλι"
- "Μια εντυπωσιακή τακτοποίηση"
- "Ελαφρύ με κρασί"
- "Ελαφρύς από την έλλειψη ύπνου"
- συνώνυμο:
- αμυδρότητα ,
- φως ,
- περιπλανώμαι ,
- ελαφρά κεφάλι ,
- ανοιχτόχρωμοσ
2. Lacking seriousness
- Given to frivolity
- "A dizzy blonde"
- "Light-headed teenagers"
- "Silly giggles"
- synonym:
- airheaded ,
- dizzy ,
- empty-headed ,
- featherbrained ,
- giddy ,
- light-headed ,
- lightheaded ,
- silly
2. Έλλειψη σοβαρότητας
- Δίνεται στην επιπολαιότητα
- "Μια ζαλισμένη ξανθιά"
- "Ελαφρά εφήβους"
- "Απίθανα γέλια"
- συνώνυμο:
- αεροπορικώς ,
- ζαλισμένος ,
- ανοιχτόχρωμοσ ,
- φτερουγίζω ,
- παιδί ,
- ελαφρά κεφάλι ,
- ανόητος