Translation meaning & definition of the word "ligation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνδεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ligation
[Σύνδεση]/laɪgeʃən/
noun
1. (surgery) tying a duct or blood vessel with a ligature (as to prevent bleeding during surgery)
- synonym:
- ligation
1. (χειρουργική επέμβαση) δέσιμο αγωγού ή αιμοφόρου αγγείου με σύνδεσμο (α για την πρόληψη αιμορραγίας κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης)
- συνώνυμο:
- σύνδεση