Translation meaning & definition of the word "ligament" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θρησκεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ligament
[Σύνδεσμος]/lɪgəmənt/
noun
1. A sheet or band of tough fibrous tissue connecting bones or cartilages or supporting muscles or organs
- synonym:
- ligament
1. Ένα φύλλο ή μια ζώνη σκληρού ινώδους ιστού που συνδέει τα οστά ή τους χόνδρους ή που υποστηρίζουν τους μυς ή τα όργανα
- συνώνυμο:
- σύνδεσμος
2. Any connection or unifying bond
- synonym:
- ligament
2. Οποιαδήποτε σύνδεση ή ενοποίηση δεσμού
- συνώνυμο:
- σύνδεσμος