Translation meaning & definition of the word "lifesaver" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ασφαλιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lifesaver
[Διασώστης]/laɪfsevər/
noun
1. An attendant employed at a beach or pool to protect swimmers from accidents
- synonym:
- lifeguard ,
- lifesaver
1. Ένας υπάλληλος που απασχολείται σε μια παραλία ή πισίνα για την προστασία των κολυμβητών από ατυχήματα
- συνώνυμο:
- ναυαγοσώστης ,
- ναυαγοσώστησ
2. A life preserver in the form of a ring of buoyant material
- synonym:
- life buoy ,
- lifesaver ,
- life belt ,
- life ring
2. Ένας συντηρητής ζωής με τη μορφή ενός δακτυλίου από σημαντικό υλικό
- συνώνυμο:
- σημαία ζωής ,
- ναυαγοσώστησ ,
- ζώνη ζωής ,
- δαχτυλίδι ζωής