Translation meaning & definition of the word "lifelong" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανήκει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lifelong
[Δια βίου]/laɪflɔŋ/
adjective
1. Continuing through life
- "A lifelong friend"
- "From lifelong habit"
- "His lifelong study of greek art"
- synonym:
- lifelong ,
- womb-to-tomb
1. Συνεχίζοντας μέσω της ζωής
- "Ένας δια βίου φίλος"
- "Από τη δια βίου συνήθεια"
- "Η δια βίου μελέτη της ελληνικής τέχνης"
- συνώνυμο:
- δια βίου ,
- μήτρα-με-μπάλα