Translation meaning & definition of the word "lifeguard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυαγοσώστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lifeguard
[Ναυαγοσώστης]/laɪfgɑrd/
noun
1. An attendant employed at a beach or pool to protect swimmers from accidents
- synonym:
- lifeguard ,
- lifesaver
1. Ένας υπάλληλος που απασχολείται σε μια παραλία ή πισίνα για την προστασία των κολυμβητών από ατυχήματα
- συνώνυμο:
- ναυαγοσώστης ,
- ναυαγοσώστησ