Translation meaning & definition of the word "lifeboat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωικό καράβι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lifeboat
[Σωσίβιο]/laɪfboʊt/
noun
1. A strong sea boat designed to rescue people from a sinking ship
- synonym:
- lifeboat
1. Μια ισχυρή θαλάσσια βάρκα σχεδιασμένη για να σώσει τους ανθρώπους από ένα βυθισμένο πλοίο
- συνώνυμο:
- σωσίβιο