Translation meaning & definition of the word "life" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωή" στην ελληνική γλώσσα
Life
[Ζωή]noun
1. A characteristic state or mode of living
- "Social life"
- "City life"
- "Real life"
- synonym:
- life
1. Μια χαρακτηριστική κατάσταση ή τρόπος ζωής
- "Κοινωνική ζωή"
- "Πόλη ζωή"
- "Πραγματική ζωή"
- συνώνυμο:
- ζωή
2. The experience of being alive
- The course of human events and activities
- "He could no longer cope with the complexities of life"
- synonym:
- life ,
- living
2. Η εμπειρία του να είσαι ζωντανός
- Η πορεία των ανθρώπινων γεγονότων και δραστηριοτήτων
- "Δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει τις πολυπλοκότητες της ζωής"
- συνώνυμο:
- ζωή ,
- ζωντανός
3. The course of existence of an individual
- The actions and events that occur in living
- "He hoped for a new life in australia"
- "He wanted to live his own life without interference from others"
- synonym:
- life
3. Η πορεία της ύπαρξης ενός ατόμου
- Οι πράξεις και τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή
- "Ελπίζει σε μια νέα ζωή στην αυστραλία"
- "Θέλησε να ζήσει τη ζωή του χωρίς παρεμβολές από τους άλλους"
- συνώνυμο:
- ζωή
4. The condition of living or the state of being alive
- "While there's life there's hope"
- "Life depends on many chemical and physical processes"
- synonym:
- animation ,
- life ,
- living ,
- aliveness
4. Η κατάσταση της ζωής ή η κατάσταση του να είσαι ζωντανός
- "Ενώ υπάρχει ζωή υπάρχει ελπίδα"
- "Η ζωή εξαρτάται από πολλές χημικές και φυσικές διεργασίες"
- συνώνυμο:
- κινούμενα σχέδια ,
- ζωή ,
- ζωντανός ,
- ευρύτητα
5. The period during which something is functional (as between birth and death)
- "The battery had a short life"
- "He lived a long and happy life"
- synonym:
- life ,
- lifetime ,
- life-time ,
- lifespan
5. Η περίοδος κατά την οποία κάτι είναι λειτουργικό (α μεταξύ γέννησης και θανάτου)
- "Η μπαταρία είχε σύντομη διάρκεια ζωής"
- "Ζει μια μακρά και ευτυχισμένη ζωή"
- συνώνυμο:
- ζωή ,
- διάρκεια ζωής ,
- χρόνος ζωής
6. The period between birth and the present time
- "I have known him all his life"
- synonym:
- life
6. Η περίοδος μεταξύ γέννησης και παρόντος χρόνου
- "Τον γνωρίζω σε όλη του τη ζωή"
- συνώνυμο:
- ζωή
7. The period from the present until death
- "He appointed himself emperor for life"
- synonym:
- life
7. Η περίοδος από το παρόν μέχρι το θάνατο
- "Αυτοπροσδιορίζεται αυτοκράτορας για τη ζωή"
- συνώνυμο:
- ζωή
8. A living person
- "His heroism saved a life"
- synonym:
- life
8. Ένας ζωντανός άνθρωπος
- "Ο ηρωισμός του έσωσε μια ζωή"
- συνώνυμο:
- ζωή
9. Animation and energy in action or expression
- "It was a heavy play and the actors tried in vain to give life to it"
- synonym:
- liveliness ,
- life ,
- spirit ,
- sprightliness
9. Κινούμενα σχέδια και ενέργεια σε δράση ή έκφραση
- "Ήταν ένα βαρύ παιχνίδι και οι ηθοποιοί προσπάθησαν μάταια να δώσουν ζωή σε αυτό"
- συνώνυμο:
- ζωντάνια ,
- ζωή ,
- πνεύμα ,
- ευφράδεια
10. Living things collectively
- "The oceans are teeming with life"
- synonym:
- life
10. Ζώντας τα πράγματα συλλογικά
- "Οι ωκεανοί είναι γεμάτοι ζωή"
- συνώνυμο:
- ζωή
11. The organic phenomenon that distinguishes living organisms from nonliving ones
- "There is no life on the moon"
- synonym:
- life
11. Το οργανικό φαινόμενο που διακρίνει τους ζωντανούς οργανισμούς από τους μη ζωντανούς
- "Δεν υπάρχει ζωή στο φεγγάρι"
- συνώνυμο:
- ζωή
12. An account of the series of events making up a person's life
- synonym:
- biography ,
- life ,
- life story ,
- life history
12. Μια αφήγηση της σειράς των γεγονότων που αποτελούν τη ζωή ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- βιογραφία ,
- ζωή ,
- ιστορία ζωής ,
- ιστορία της ζωής
13. A motive for living
- "Pottery was his life"
- synonym:
- life
13. Ένα κίνητρο για τη ζωή
- "Η αγγελία ήταν η ζωή του"
- συνώνυμο:
- ζωή
14. A prison term lasting as long as the prisoner lives
- "He got life for killing the guard"
- synonym:
- life sentence ,
- life
14. Μια ποινή φυλάκισης που διαρκεί όσο ζει ο κρατούμενος
- "Έχει ζωή για να σκοτώσει τον φύλακα"
- συνώνυμο:
- ποινή ζωής ,
- ζωή