Translation meaning & definition of the word "lieutenant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθυπολοχαγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lieutenant
[Υπολοχαγός]/lutɛnənt/
noun
1. A commissioned military officer
- synonym:
- lieutenant
1. Ανάθεση στρατιωτικού αξιωματικού
- συνώνυμο:
- υπολοχαγός
2. An officer in a police force
- synonym:
- lieutenant ,
- police lieutenant
2. Ένας αστυνομικός σε μια αστυνομική δύναμη
- συνώνυμο:
- υπολοχαγός ,
- αστυνομικός υπολοχαγός
3. An assistant with power to act when his superior is absent
- synonym:
- deputy ,
- lieutenant
3. Ένας βοηθός με δύναμη να ενεργεί όταν ο ανώτερός του απουσιάζει
- συνώνυμο:
- αναπληρωτής ,
- υπολοχαγός
4. An officer holding a commissioned rank in the united states navy or the united states coast guard
- Below lieutenant commander and above lieutenant junior grade
- synonym:
- lieutenant
4. Ένας αξιωματικός που κατέχει ανατεθειμένη βαθμίδα στο ναυτικό των ηνωμένων πολιτειών ή στην ακτοφυλακή των ηνωμένων πολιτειών
- Κάτω από τον υπολοχαγό διοικητή και πάνω από τον υπολοχαγό κατώτερο βαθμό
- συνώνυμο:
- υπολοχαγός