Translation meaning & definition of the word "lieu" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lieu
[Ψέμα]/lu/
noun
1. The post or function properly or customarily occupied or served by another
- "Can you go in my stead?"
- "Took his place"
- "In lieu of"
- synonym:
- stead ,
- position ,
- place ,
- lieu
1. Η θέση ή η λειτουργία κατάλληλα ή συνήθως καταλαμβάνεται ή εξυπηρετείται από άλλον
- "Μπορείς να πας στη θέση μου?"
- "Πήρε τη θέση του"
- "Αντί για"
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικόσ ,
- θέση ,
- τοποθετώ ,
- λίου